- υαλόπλασμα
- το, -ατοςπεριφερική στιβάδα του κυτταροπλάσματος που έχει υαλοειδή σύσταση, το εξώπλασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλόπλασμα — το, Ν βιολ. η θεμέλια ομογενής ουσία τού κυτταροπλάσματος, μέσα στην οποία είναι βυθισμένα τα διάφορα κυτταρικά έγκλειστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyaloplasm (< ύαλος + πλάσμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυλ. Οικονομίδη] … Dictionary of Greek
πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek